- υπονίφω
- Αβλ. ὑπονείφω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπονειφομένη — ὑπονίφω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπένειφεν — ὑπονίφω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπονείφω — και ὑπονίφω Α 1. (κυρίως ως τριτοπρόσ.) ὑπονείφει και ὑπονίφει χιονίζει λίγο 2. φρ. «νὺξ ὑπονιφομένη» χιονισμένη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νείφω «χιονίζω»] … Dictionary of Greek
ὑπονίψαι — ὑπονί̱ψαῑ , ὑπονίφω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)